- Ἀθανάδας
- Ἀθανάδᾱς , Ἀθανάδαςmasc acc pl (doric aeolic)Ἀθανάδᾱς , Ἀθανάδαςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αθανάδας — (ή Αβάνας, 4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τις Συρακούσες. Συνέχισε την ιστορία του Φιλίστου πιθανώς έως τον θάνατο του Τιμολέοντα (337 π.Χ.) … Dictionary of Greek